Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spallucciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spallutˈʧata]

σήκωμα ώμων ένδειξης αδιαφορίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spalluccia spalmare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spalleggiare (ρ. μτβ.)
spalletta (θηλ.ουσ)
spalliera (θηλ.ουσ)
spallina (θηλ.ουσ)
spalluccia (θηλ.ουσ)
spallucciata (θηλ.ουσ)
spalmare (ρ. μτβ.)
spalmarsi (ρ.μ. (αντων.))
spalmata (θηλ.ουσ)
spalmatrice (θηλ.ουσ)
spalmatura (θηλ.ουσ)
spalto (ουσ αρσ )
spampanare (ρ. μτβ.)
spampanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spampanato (επίθ.)
spampanatura (θηλ.ουσ)
spanare (ρ. μτβ.)
spanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spanato (επίθ.)
spanatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---