Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spalleggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spalledˈʤare]

1 μεταφέρω στους ώμους
2 στηρίζω
3 υποστηρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spalleggiamento spalletta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spalla (θηλ.ουσ)
spallaccio (ουσ αρσ )
spallata (θηλ.ουσ)
spallazione (θηλ.ουσ)
spalleggiamento (ουσ αρσ )
spalleggiare (ρ. μτβ.)
spalletta (θηλ.ουσ)
spalliera (θηλ.ουσ)
spallina (θηλ.ουσ)
spalluccia (θηλ.ουσ)
spallucciata (θηλ.ουσ)
spalmare (ρ. μτβ.)
spalmarsi (ρ.μ. (αντων.))
spalmata (θηλ.ουσ)
spalmatrice (θηλ.ουσ)
spalmatura (θηλ.ουσ)
spalto (ουσ αρσ )
spampanare (ρ. μτβ.)
spampanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spampanato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---