Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spallàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spalˈlatʧo]

1 αορτήρας όπλου
2 λουρίδα για στήριξη γυλιού στην πλάτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spalla spallata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spalata (θηλ.ουσ)
spalatore (αρσ. επίθ και ουσ)
spalatrice (θηλ.ουσ)
spalatura (θηλ.ουσ)
spalla (θηλ.ουσ)
spallaccio (ουσ αρσ )
spallata (θηλ.ουσ)
spallazione (θηλ.ουσ)
spalleggiamento (ουσ αρσ )
spalleggiare (ρ. μτβ.)
spalletta (θηλ.ουσ)
spalliera (θηλ.ουσ)
spallina (θηλ.ουσ)
spalluccia (θηλ.ουσ)
spallucciata (θηλ.ουσ)
spalmare (ρ. μτβ.)
spalmarsi (ρ.μ. (αντων.))
spalmata (θηλ.ουσ)
spalmatrice (θηλ.ουσ)
spalmatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---