Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspallàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spalˈlata] 1 σήκωμα των ώμων ένδειξης αδιαφορίας 2 σπρώξιμο με τον ώμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |