Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spampanatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spampanaˈtura]

1 φυλλόρροια
2 πτώση φύλλων
3 φυλλοβολία
4 φυλλοβολή
5 φυλλοβόλημα
6 φυλλορρόημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spampanato spanare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spalmatura (θηλ.ουσ)
spalto (ουσ αρσ )
spampanare (ρ. μτβ.)
spampanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spampanato (επίθ.)
spampanatura (θηλ.ουσ)
spanare (ρ. μτβ.)
spanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spanato (επίθ.)
spanatura (θηλ.ουσ)
spanciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spanciata (θηλ.ουσ)
spancio (ουσ αρσ )
spandere (ρ.αμτβ.)
spandere (ρ. μτβ.)
spandersi (ρ.μ. (αντων.))
spandicera (ουσ αρσ )
spandiconcime (ουσ αρσ )
spandifieno (ουσ αρσ )
spandiletame (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---