Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscorrévole
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skorˈrevole] συρόμενο εξάρτημα scorrévole επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skorˈrevole] 1 (testo) ευκολοδιάβαστος (-η, -ο) 2 (porta) σύρομενος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |