Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scorrévole  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skorˈrevole]

συρόμενο εξάρτημα

scorrévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skorˈrevole]

1 (testo) ευκολοδιάβαστος (-η, -ο)
2 (porta) σύρομενος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scorretto scorrevolezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorrere (ρ. μτβ.)
scorreria (θηλ.ουσ)
scorrettamente (επίρ.)
scorrettezza (θηλ.ουσ)
scorretto (επίθ.)
scorrevole (ουσ αρσ )
scorrevole (επίθ.)
scorrevolezza (θηλ.ουσ)
scorribanda (θηλ.ουσ)
scorrimento (ουσ αρσ )
scorsa (θηλ.ουσ)
scorso (ουσ αρσ )
scorso (επίθ.)
scorsoio (επίθ.)
scorta (θηλ.ουσ)
scortare (ρ. μτβ.)
scortecciamento (ουσ αρσ )
scortecciare (ρ. μτβ.)
scortecciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scortecciatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---