Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscorriménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skorriˈmento] 1 κατρακύλα 2 εξολίσθηση 3 διολίσθηση 4 μετατόπιση 5 κατολίσθηση 6 ολίσθημα 7 ανάβλυση 8 τρέξιμο 9 ροή 10 γλίστρα 11 γλίστρημα 12 ολίσθηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |