Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scortecciatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skortetʧaˈtojo]

εργαλείο σκαλίσματος φλοιού (για να τρέχει το ρετσίνι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scortecciarsi scortecciatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorta (θηλ.ουσ)
scortare (ρ. μτβ.)
scortecciamento (ουσ αρσ )
scortecciare (ρ. μτβ.)
scortecciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scortecciatoio (ουσ αρσ )
scortecciatrice (θηλ.ουσ)
scortecciatura (θηλ.ουσ)
scortese (επίθ.)
scortesemente (επίρ.)
scortesia (θηλ.ουσ)
scorticagatti (ουσ αρσ και θηλ.)
scorticamento (ουσ αρσ )
scorticare (ρ. μτβ.)
scorticatoio (ουσ αρσ )
scorticatore (ουσ αρσ )
scorticatura (θηλ.ουσ)
scortichino (ουσ αρσ )
scorza (θηλ.ουσ)
scorzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---