Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscortecciatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skortetʧaˈtojo] εργαλείο σκαλίσματος φλοιού (για να τρέχει το ρετσίνι) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |