Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scorticatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skortikaˈtura]

1 ξέγδαρμα
2 εκδορά
3 γδάρσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scorticatore scortichino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorticagatti (ουσ αρσ και θηλ.)
scorticamento (ουσ αρσ )
scorticare (ρ. μτβ.)
scorticatoio (ουσ αρσ )
scorticatore (ουσ αρσ )
scorticatura (θηλ.ουσ)
scortichino (ουσ αρσ )
scorza (θηλ.ουσ)
scorzare (ρ. μτβ.)
scorzatrice (θηλ.ουσ)
scorzatura (θηλ.ουσ)
scorzonera (θηλ.ουσ)
scoscendere (ρ.αμτβ.)
scoscendere (ρ. μτβ.)
scoscendersi (ρ. μ. αμτβ.)
scoscendimento (ουσ αρσ )
scosceso (επίθ.)
scosciare (ρ. μτβ.)
scosciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scosciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---