Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscortichìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skortiˈkino] 1 αγιογδύτης 2 αισχροκερδής 3 τοκογλύφος 4 μαχαίρι εκδοράς 5 εκδορέας 6 γδάρτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |