Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscorticàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skortiˈkare] 1 ληστεύω (στις τιμές) 2 εξαντλώ οικονομικά 3 ανακρίνω πιεστικά 4 απαιτώ υπερβολικές τιμές 5 ξεσκίζω 6 αφαιρώ το δέρμα 7 γδέρνω 8 γρατσουνίζω 9 ξεγδέρνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |