Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscortecciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skortetˈʧare] 1 αφαιρώ παλιό επίχρισμα 2 ξεφλουδίζω 3 αποφλοιώνω scortecciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skortetˈʧarsi] 1 χάνω το παλιό επίχρισμα 2 αποφλοιώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |