Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscórso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskorso] 1 αβλέπτημα 2 παράλειψη 3 λάθος 4 παραδρομή 5 αβλεψία scórso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈskorso] περασμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαl'anno [αρσ.] scorso = πέρυσι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |