Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scorrevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skorrevoˈlettsa]

1 δυνατότητα ολίσθησης
2 ικανότητα ομαλής κίνησης ή ροής
3 ευχέρεια μάθησης
4 ρευστότητα
5 ευφράδεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scorrevole scorribanda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorrettamente (επίρ.)
scorrettezza (θηλ.ουσ)
scorretto (επίθ.)
scorrevole (ουσ αρσ )
scorrevole (επίθ.)
scorrevolezza (θηλ.ουσ)
scorribanda (θηλ.ουσ)
scorrimento (ουσ αρσ )
scorsa (θηλ.ουσ)
scorso (ουσ αρσ )
scorso (επίθ.)
scorsoio (επίθ.)
scorta (θηλ.ουσ)
scortare (ρ. μτβ.)
scortecciamento (ουσ αρσ )
scortecciare (ρ. μτβ.)
scortecciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scortecciatoio (ουσ αρσ )
scortecciatrice (θηλ.ουσ)
scortecciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---