Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scorrettézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skorretˈtettsa]

1 λάθος
2 σφάλμα
3 ατόπημα
4 απρέπεια
5 γαὶδουριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scorrettamente scorretto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorrazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scorrere (ρ.αμτβ.)
scorrere (ρ. μτβ.)
scorreria (θηλ.ουσ)
scorrettamente (επίρ.)
scorrettezza (θηλ.ουσ)
scorretto (επίθ.)
scorrevole (ουσ αρσ )
scorrevole (επίθ.)
scorrevolezza (θηλ.ουσ)
scorribanda (θηλ.ουσ)
scorrimento (ουσ αρσ )
scorsa (θηλ.ουσ)
scorso (ουσ αρσ )
scorso (επίθ.)
scorsoio (επίθ.)
scorta (θηλ.ουσ)
scortare (ρ. μτβ.)
scortecciamento (ουσ αρσ )
scortecciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---