Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscorrettézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skorretˈtettsa] 1 λάθος 2 σφάλμα 3 ατόπημα 4 απρέπεια 5 γαὶδουριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |