Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscórrere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈskorrere] διατρέχω, ρέω, κυλώ scórrere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskorrere] 1 επιθεωρώ 2 κοιτώ κάτι γρήγορα 3 εξετάζω 4 ρίχνω λοξή ματιά 5 περνώ ξυστά 6 λεηλατώ 7 εισορμώ 8 εισβάλλω 9 επιπίπτω 10 ξεπαστρεύω 11 κάνω επιδρομή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |