Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscorribànda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skorriˈbanda] 1 ληστρική επιδρομή 2 εχθρική επιδρομή 3 ξαφνική επίθεση 4 ταξίδι 5 εκδρομή 6 εισόρμηση 7 εισβολή 8 επιδρομή 9 καταδρομή 10 ξαφνική άγρια επιδρομή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |