Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scòrta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔrta]

1 (di polizia) η αστυνομική φρουρά
2 (riserva) το απόθεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scorsoio scortare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare scorta = κάνω απόθεμα || αυτοκίνητο ruota [θηλ.] di scorta = auto η ρεζέρβα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorrimento (ουσ αρσ )
scorsa (θηλ.ουσ)
scorso (ουσ αρσ )
scorso (επίθ.)
scorsoio (επίθ.)
scorta (θηλ.ουσ)
scortare (ρ. μτβ.)
scortecciamento (ουσ αρσ )
scortecciare (ρ. μτβ.)
scortecciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scortecciatoio (ουσ αρσ )
scortecciatrice (θηλ.ουσ)
scortecciatura (θηλ.ουσ)
scortese (επίθ.)
scortesemente (επίρ.)
scortesia (θηλ.ουσ)
scorticagatti (ουσ αρσ και θηλ.)
scorticamento (ουσ αρσ )
scorticare (ρ. μτβ.)
scorticatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---