Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scòppio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔppjo]

1 (bomba) η έκρηξη
2 (pallone) το σκάσιμο
3 (guerra, rivoluzione) το ξέσπασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scoppiettio scoppola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scoppiare (ρ. μτβ.)
scoppiettamento (ουσ αρσ )
scoppiettante (επίθ.)
scoppiettare (ρ.αμτβ.)
scoppiettio (ουσ αρσ )
scoppio (ουσ αρσ )
scoppola (θηλ.ουσ)
scoprimento (ουσ αρσ )
scoprire (ρ. μτβ.)
scoprirsi (ρ.μ. (αντων.))
scopritore (αρσ. επίθ και ουσ)
scoraggiamento (ουσ αρσ )
scoraggiante (επίθ.)
scoraggiare (ρ. μτβ.)
scoraggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scoraggiato (επίθ.)
scoramento (ουσ αρσ )
scorbellato (επίθ.)
scorbutamina (θηλ.ουσ)
scorbutico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---