Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscòppio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔppjo] 1 (bomba) η έκρηξη 2 (pallone) το σκάσιμο 3 (guerra, rivoluzione) το ξέσπασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |