ItalianoGreco


scopriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skopriˈmento]

1 ανακάλυψη
2 ανεύρεση
3 εύρημα
4 αποκαλυπτήρια
5 ξεσκέπασμα
6 αποκάλυψη
7 διαλάληση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---