Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscoraggiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skoradˈʤare] 1 θλίβω 2 δυσαρεστώ 3 ταπεινώνω 4 καταθλίβω 5 αποκαρδιώνω 6 αποθαρρύνω 7 κακοκαρδίζω 8 αποτρέπω scoraggiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skoradˈʤarsi] αποθαρρύνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |