Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscorbùtico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skorˈbutiko] 1 αναποδιάρης 2 άρρωστος με σκορβούτο scorbùtico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skorˈbutiko] 1 κακόκεφος 2 ιδιότροπος 3 οξύθυμος 4 ευερέθιστος 5 αναποδιασμένος 6 σκορβουτικός 7 κακότροπος 8 αναποδιάρης 9 δύστροπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |