scorbùtico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skorˈbutiko]
1 αναποδιάρης
2 άρρωστος με σκορβούτο
scorbùtico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skorˈbutiko]
1 κακόκεφος
2 ιδιότροπος
3 οξύθυμος
4 ευερέθιστος
5 αναποδιασμένος
6 σκορβουτικός
7 κακότροπος
8 αναποδιάρης
9 δύστροπος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skorˈbutiko]
1 αναποδιάρης
2 άρρωστος με σκορβούτο
scorbùtico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skorˈbutiko]
1 κακόκεφος
2 ιδιότροπος
3 οξύθυμος
4 ευερέθιστος
5 αναποδιασμένος
6 σκορβουτικός
7 κακότροπος
8 αναποδιάρης
9 δύστροπος
permalink
scorbutico (ουσ αρσ )
scorbutico (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android