Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scórcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskorʧo]

1 τέλος
2 τελευταίο τμήμα ιστορικής περιόδου
3 μικρογραφία (στη ζωγραφική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scorciatura scordare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorciare (ρ.αμτβ.)
scorciare (ρ. μτβ.)
scorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scorciatoia (θηλ.ουσ)
scorciatura (θηλ.ουσ)
scorcio (ουσ αρσ )
scordare (ρ. μτβ.)
scordarsi (ρ.μ. (αντων.))
scordato (επίθ.)
scordatura (θηλ.ουσ)
scoreggia (θηλ.ουσ)
scoreggiare (ρ.αμτβ.)
scorfano (ουσ αρσ )
scorgere (ρ. μτβ.)
scoria (θηλ.ουσ)
scorificare (ρ. μτβ.)
scorificatoio (ουσ αρσ )
scorificazione (θηλ.ουσ)
scornare (ρ. μτβ.)
scornarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---