Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scorciatóia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skorʧaˈtoja]

η παρακαμπτήριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scorciarsi scorciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorbuto (ουσ αρσ )
scorciamento (ουσ αρσ )
scorciare (ρ.αμτβ.)
scorciare (ρ. μτβ.)
scorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scorciatoia (θηλ.ουσ)
scorciatura (θηλ.ουσ)
scorcio (ουσ αρσ )
scordare (ρ. μτβ.)
scordarsi (ρ.μ. (αντων.))
scordato (επίθ.)
scordatura (θηλ.ουσ)
scoreggia (θηλ.ουσ)
scoreggiare (ρ.αμτβ.)
scorfano (ουσ αρσ )
scorgere (ρ. μτβ.)
scoria (θηλ.ουσ)
scorificare (ρ. μτβ.)
scorificatoio (ουσ αρσ )
scorificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---