Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscòrfano
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔrfano] 1 πολύ άσχημος άνθρωπος 2 σκορπιός (ψάρι γένους Scorpaena) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |