Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scoréggia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skoˈredʤa]

1 κλάσιμο
2 κλανιά
3 πορδή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scordatura scoreggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorcio (ουσ αρσ )
scordare (ρ. μτβ.)
scordarsi (ρ.μ. (αντων.))
scordato (επίθ.)
scordatura (θηλ.ουσ)
scoreggia (θηλ.ουσ)
scoreggiare (ρ.αμτβ.)
scorfano (ουσ αρσ )
scorgere (ρ. μτβ.)
scoria (θηλ.ουσ)
scorificare (ρ. μτβ.)
scorificatoio (ουσ αρσ )
scorificazione (θηλ.ουσ)
scornare (ρ. μτβ.)
scornarsi (ρ.μ. (αντων.))
scornato (επίθ.)
scorniciare (ρ. μτβ.)
scorniciato (αρσ. επίθ και ουσ)
scorniciatura (θηλ.ουσ)
scorno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---