Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scornàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skorˈnare]

1 προπηλακίζω
2 προγκάω
3 εμπαίζω
4 κοροὶδεύω
5 χλευάζω
6 ντροπιάζω
7 κόβω τα κέρατα ζώου
8 περιπαίζω
9 περιγελώ

scornarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skorˈnarsi]

1 γελοιοποιούμαι
2 σπάζω τα κέρατά μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scorificazione scornato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorgere (ρ. μτβ.)
scoria (θηλ.ουσ)
scorificare (ρ. μτβ.)
scorificatoio (ουσ αρσ )
scorificazione (θηλ.ουσ)
scornare (ρ. μτβ.)
scornarsi (ρ.μ. (αντων.))
scornato (επίθ.)
scorniciare (ρ. μτβ.)
scorniciato (αρσ. επίθ και ουσ)
scorniciatura (θηλ.ουσ)
scorno (ουσ αρσ )
scoronare (ρ. μτβ.)
scorpacciata (θηλ.ουσ)
scorpioide (επίθ.)
scorpione (ουσ αρσ )
scorpionidi (ουσ αρσ πληθ.)
scorporare (ρ. μτβ.)
scorporo (ουσ αρσ )
scorrazzamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---