Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scorpióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skorˈpjone]

1 ο σκορπιός
2 (zodiaco) ο Σκορπιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scorpioide scorpionidi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorniciatura (θηλ.ουσ)
scorno (ουσ αρσ )
scoronare (ρ. μτβ.)
scorpacciata (θηλ.ουσ)
scorpioide (επίθ.)
scorpione (ουσ αρσ )
scorpionidi (ουσ αρσ πληθ.)
scorporare (ρ. μτβ.)
scorporo (ουσ αρσ )
scorrazzamento (ουσ αρσ )
scorrazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scorrere (ρ.αμτβ.)
scorrere (ρ. μτβ.)
scorreria (θηλ.ουσ)
scorrettamente (επίρ.)
scorrettezza (θηλ.ουσ)
scorretto (επίθ.)
scorrevole (ουσ αρσ )
scorrevole (επίθ.)
scorrevolezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---