Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscorpiòide, scorpiòide
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skorpiˈɔjde], [skorˈpjɔjde] με καμπύλη σαν ουρά σκορπιού (βοτανική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |