Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scornàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skorˈnato]

1 αποθαρρυμένος
2 θλιμμένος
3 με κομμένα κέρατα
4 χωρίς κέρατα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scornarsi scorniciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scorificare (ρ. μτβ.)
scorificatoio (ουσ αρσ )
scorificazione (θηλ.ουσ)
scornare (ρ. μτβ.)
scornarsi (ρ.μ. (αντων.))
scornato (επίθ.)
scorniciare (ρ. μτβ.)
scorniciato (αρσ. επίθ και ουσ)
scorniciatura (θηλ.ουσ)
scorno (ουσ αρσ )
scoronare (ρ. μτβ.)
scorpacciata (θηλ.ουσ)
scorpioide (επίθ.)
scorpione (ουσ αρσ )
scorpionidi (ουσ αρσ πληθ.)
scorporare (ρ. μτβ.)
scorporo (ουσ αρσ )
scorrazzamento (ουσ αρσ )
scorrazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
scorrere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---