Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscornàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skorˈnato] 1 αποθαρρυμένος 2 θλιμμένος 3 με κομμένα κέρατα 4 χωρίς κέρατα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |