Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscorciàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skorˈʧare] σμικρύνομαι scorciàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skorˈʧare] 1 βραχύνω 2 περικόπτω 3 σμικρύνω 4 συμπυκνώνω σε μικρογραφία (στη ζωγραφική) 5 κονταίνω 6 μικραίνω scorciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [skorˈʧarsi] 1 μικραίνω 2 σμικρύνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |