Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scoraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skoraˈmento]

1 αποκαρδίωση
2 δείλιασμα
3 πτόησις
4 αποδυσπέτησις
5 αποθάρρυνση
6 απελπισμός
7 απογοήτευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scoraggiato scorbellato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scoraggiamento (ουσ αρσ )
scoraggiante (επίθ.)
scoraggiare (ρ. μτβ.)
scoraggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scoraggiato (επίθ.)
scoramento (ουσ αρσ )
scorbellato (επίθ.)
scorbutamina (θηλ.ουσ)
scorbutico (ουσ αρσ )
scorbutico (επίθ.)
scorbuto (ουσ αρσ )
scorciamento (ουσ αρσ )
scorciare (ρ.αμτβ.)
scorciare (ρ. μτβ.)
scorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scorciatoia (θηλ.ουσ)
scorciatura (θηλ.ουσ)
scorcio (ουσ αρσ )
scordare (ρ. μτβ.)
scordarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---