Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscoraggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skoradʤaˈmento] 1 κατάθλιψη 2 αποθάρρυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |