ItalianoGreco


scoraggiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skoradˈʤato]

1 κατηφής
2 καταπτοημένος
3 θλιμμένος
4 ντροπιασμένος
5 ταπεινωμένος
6 μελαγχολικός
7 άπελπις
8 αποκαρδιωμένος
9 απελπισμένος
10 αποθαρρυμένος
11 απονενοημένος
12 απογοητευμένος
13 απεγνωσμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---