Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scoraggiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skoradˈʤato]

1 κατηφής
2 καταπτοημένος
3 θλιμμένος
4 ντροπιασμένος
5 ταπεινωμένος
6 μελαγχολικός
7 άπελπις
8 αποκαρδιωμένος
9 απελπισμένος
10 αποθαρρυμένος
11 απονενοημένος
12 απογοητευμένος
13 απεγνωσμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scoraggiarsi scoramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scopritore (αρσ. επίθ και ουσ)
scoraggiamento (ουσ αρσ )
scoraggiante (επίθ.)
scoraggiare (ρ. μτβ.)
scoraggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
scoraggiato (επίθ.)
scoramento (ουσ αρσ )
scorbellato (επίθ.)
scorbutamina (θηλ.ουσ)
scorbutico (ουσ αρσ )
scorbutico (επίθ.)
scorbuto (ουσ αρσ )
scorciamento (ουσ αρσ )
scorciare (ρ.αμτβ.)
scorciare (ρ. μτβ.)
scorciarsi (ρ.μ. (αντων.))
scorciatoia (θηλ.ουσ)
scorciatura (θηλ.ουσ)
scorcio (ουσ αρσ )
scordare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---