Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscoppiettàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skoppjetˈtare] 1 σιγοτρίζω 2 κάνω υπόκωφο θόρυβο (για μηχανή) 3 τρίζω 4 θροὶζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |