Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscoppiettànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [skoppjetˈtante] 1 που θροΐζει 2 που τρίζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |