Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscòpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔpo] ο σκοπός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa scopo di lucro = με σκοπό το κέρδος || servire allo scopo = πιάνω τόπο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |