Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scòpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔpo]

ο σκοπός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scopino scopolamina  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a scopo di lucro = με σκοπό το κέρδος || servire allo scopo = πιάνω τόπο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scopiazzatura (θηλ.ουσ)
scopiera (θηλ.ουσ)
scopinare (ρ. μτβ.)
scopinatura (θηλ.ουσ)
scopino (ουσ αρσ )
scopo (ουσ αρσ )
scopolamina (θηλ.ουσ)
scoppiare (ρ.αμτβ.)
scoppiare (ρ. μτβ.)
scoppiettamento (ουσ αρσ )
scoppiettante (επίθ.)
scoppiettare (ρ.αμτβ.)
scoppiettio (ουσ αρσ )
scoppio (ουσ αρσ )
scoppola (θηλ.ουσ)
scoprimento (ουσ αρσ )
scoprire (ρ. μτβ.)
scoprirsi (ρ.μ. (αντων.))
scopritore (αρσ. επίθ και ουσ)
scoraggiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---