Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scopìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skoˈpino]

1 εργάτης καθαριότητας
2 καθαριστής
3 οδοκαθαριστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scopinatura scopo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scopiazzare (ρ. μτβ.)
scopiazzatura (θηλ.ουσ)
scopiera (θηλ.ουσ)
scopinare (ρ. μτβ.)
scopinatura (θηλ.ουσ)
scopino (ουσ αρσ )
scopo (ουσ αρσ )
scopolamina (θηλ.ουσ)
scoppiare (ρ.αμτβ.)
scoppiare (ρ. μτβ.)
scoppiettamento (ουσ αρσ )
scoppiettante (επίθ.)
scoppiettare (ρ.αμτβ.)
scoppiettio (ουσ αρσ )
scoppio (ουσ αρσ )
scoppola (θηλ.ουσ)
scoprimento (ουσ αρσ )
scoprire (ρ. μτβ.)
scoprirsi (ρ.μ. (αντων.))
scopritore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---