Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscopìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [skoˈpino] 1 εργάτης καθαριότητας 2 καθαριστής 3 οδοκαθαριστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |