Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscoppiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [skopˈpjare] 1 (bomba, pallone) σκάζω 2 (guerra, rivolta) ξεσπώ scoppiàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [skopˈpjare] χωρίζω ένα ζευγάρι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαscoppiare in lacrime = ξεσπώ σε κλάματα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |