Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rassettaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rassettaˈmento]

1 διακανονισμός
2 νοικοκύρεμα
3 συνομολόγηση
4 ευπρεπισμός
5 συμμάζεμα
6 συγύρισμα
7 αναπροσαρμογή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rasserenato rassettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rasserenante (επίθ.)
rasserenare (ρ.αμτβ.)
rasserenare (ρ. μτβ.)
rasserenarsi (ρ.μ. (αντων.))
rasserenato (επίθ.)
rassettamento (ουσ αρσ )
rassettare (ρ. μτβ.)
rassettarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassettatura (θηλ.ουσ)
rassicurante (επίθ.)
rassicurare (ρ. μτβ.)
rassicurarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassicurato (επίθ.)
rassicurazione (θηλ.ουσ)
rassodamento (ουσ αρσ )
rassodante (επίθ.)
rassodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rassodarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassodato (επίθ.)
rassomigliante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---