Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrassodàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rassoˈdare] (muscoli) συσφίγγω rassodarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rassoˈdarsi] 1 γίνομαι σκληρός 2 πήζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |