ItalianoGreco


rassodaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rassodaˈmento]

1 εδραίωση
2 σκλήρυνση
3 παγίωση
4 στερέωση
5 εμπέδωση
6 πάκτωμα
7 στέριωμα
8 στερέωμα
9 σταθεροποίηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---