Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rassicuràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rassikuˈrare]

καθησυχάζω

rassicurarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rassikuˈrarsi]

1 επαναβεβαιώνομαι
2 ανακτώ την εμπιστοσύνη μου
3 ενθαρρύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rassicurante rassicurato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rassettamento (ουσ αρσ )
rassettare (ρ. μτβ.)
rassettarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassettatura (θηλ.ουσ)
rassicurante (επίθ.)
rassicurare (ρ. μτβ.)
rassicurarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassicurato (επίθ.)
rassicurazione (θηλ.ουσ)
rassodamento (ουσ αρσ )
rassodante (επίθ.)
rassodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rassodarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassodato (επίθ.)
rassomigliante (επίθ.)
rassomiglianza (θηλ.ουσ)
rassomigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rassomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassottigliare (ρ. μτβ.)
rassottigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---