Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrassodànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rassoˈdante] 1 σκληρυντικός 2 σκληρωτικός 3 που συντελεί στη σκλήρυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |