Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rassicurazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rassikuratˈtsjone]

1 ασφάλεια
2 καθησυχασμός
3 εγγύηση
4 σιγουριά
5 διαβεβαίωση
6 επαναβεβαίωση
7 καθησύχαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rassicurato rassodamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rassettatura (θηλ.ουσ)
rassicurante (επίθ.)
rassicurare (ρ. μτβ.)
rassicurarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassicurato (επίθ.)
rassicurazione (θηλ.ουσ)
rassodamento (ουσ αρσ )
rassodante (επίθ.)
rassodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rassodarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassodato (επίθ.)
rassomigliante (επίθ.)
rassomiglianza (θηλ.ουσ)
rassomigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rassomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassottigliare (ρ. μτβ.)
rassottigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rastrellamento (ουσ αρσ )
rastrellare (ρ. μτβ.)
rastrellata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---