Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rassomigliànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rassomiʎˈʎante]

1 παρόμοιος
2 όμοιος
3 ομοιάζων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rassodato rassomiglianza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rassodamento (ουσ αρσ )
rassodante (επίθ.)
rassodare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rassodarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassodato (επίθ.)
rassomigliante (επίθ.)
rassomiglianza (θηλ.ουσ)
rassomigliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rassomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassottigliare (ρ. μτβ.)
rassottigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rastrellamento (ουσ αρσ )
rastrellare (ρ. μτβ.)
rastrellata (θηλ.ουσ)
rastrelliera (θηλ.ουσ)
rastrello (ουσ αρσ )
rastremare (ρ. μτβ.)
rastremato (επίθ.)
rastremazione (θηλ.ουσ)
rasura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---