Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rastrellàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rastrelˈlata]

1 σάρωμα εκκαθαριστικό (αστυνομίας ή στρατού)
2 εκκαθάριση στρατιωτική
3 τσουγκράνισμα
4 τσουγκρανιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rastrellare rastrelliera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rassomigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
rassottigliare (ρ. μτβ.)
rassottigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rastrellamento (ουσ αρσ )
rastrellare (ρ. μτβ.)
rastrellata (θηλ.ουσ)
rastrelliera (θηλ.ουσ)
rastrello (ουσ αρσ )
rastremare (ρ. μτβ.)
rastremato (επίθ.)
rastremazione (θηλ.ουσ)
rasura (θηλ.ουσ)
rata (θηλ.ουσ)
ratafià (ουσ αρσ )
rateale (επίθ.)
ratealista (ουσ αρσ και θηλ.)
ratealmente (επίρ.)
rateare (ρ. μτβ.)
rateazione (θηλ.ουσ)
ratele (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---