Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrastrellàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rastrelˈlata] 1 σάρωμα εκκαθαριστικό (αστυνομίας ή στρατού) 2 εκκαθάριση στρατιωτική 3 τσουγκράνισμα 4 τσουγκρανιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |