Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrastremazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rastrematˈtsjone] 1 σταδιακή λέπτυνση διαμέτρου 2 σταδιακή μείωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |