Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ratificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ratifiˈkare]

1 επαληθεύω
2 επιβεβαιώνω
3 παραδέχομαι
4 κυρώνω
5 επιδοκιμάζω
6 εγκρίνω
7 επικυρώνω
8 επικροτώ
9 προσυπογράφω
10 εξακριβώνω
11 συμφωνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ratifica ratificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rateazione (θηλ.ουσ)
ratele (ουσ αρσ )
rateo (ουσ αρσ )
rateometro (ουσ αρσ )
ratifica (θηλ.ουσ)
ratificare (ρ. μτβ.)
ratificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ratinare (ρ. μτβ.)
ratinatrice (θηλ.ουσ)
ratinatura (θηλ.ουσ)
ratiné (αρσ. επίθ και ουσ)
ratiti (ουσ αρσ πληθ.)
rato (επίθ.)
rattenere (ρ. μτβ.)
rattenersi (ρ. μ. αμτβ.)
rattezza (θηλ.ουσ)
rattizzare (ρ. μτβ.)
ratto (ουσ αρσ )
ratto (επίθ.)
ratto (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---