Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈrato] 1 εγκεκριμένος 2 επικυρωμένος 3 επιβεβαιωμένος 4 ισχυροποιημένος 5 αποδεδειγμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |